Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

Η Αθήνα όταν…

του Σώτη Τριανταφύλλου
athensvoice
Δεν με χαρακτηρίζει η νοσταλγία, ούτε κοιτάζω συχνά πίσω: κι όταν κοιτάζω, Ι look back in anger – για να χρησιμοποιήσω τον τίτλο του γνωστού έργου του Τζον Όσμπορν που μου φαίνεται πιο επίκαιρο από ποτέ. Είμαστε όλοι πολύ θυμωμένοι – με το δίκιο μας. Ωστόσο, καθώς αυτό τον καιρό γράφω ένα μυθιστόρημα με σκηνικό την Αθήνα των παιδικών και των εφηβικών μου χρόνων, αναρωτιέμαι μήπως η νοσταλγία αποβεί, στις παρούσες συνθήκες, ένα συναίσθημα αυθεντικό και γόνιμο. Και μήπως μας οδηγήσει σε δράση, ατομική και συλλογική, ώστε να νιώσουμε πάλι την ακατανίκητη έλξη του μέλλοντος.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην οδό Πατησίων που είναι σήμερα ένας από τους άξονες της αθλιότητας στην εσώτερη πόλη. Η περιοχή της Πατησίων – η Κυψέλη, οι πλατείες Κολιάτσου και Αμερικής, η Φωκίωνος Νέγρη και το Πεδίο του Άρεως– ήταν ένας παιχνιδότοπος: ο πατέρας μου αποκαλούσε τη Στάση Καλλιφρονά «Στάση Καλιφόρνια» – όλα ήταν τακτοποιημένα, ήσυχα, ευχάριστα· έλειπε μονάχα το αεράκι του Ειρηνικού! Τα Σαββατόβραδα, εμείς τα παιδιά, πηγαίναμε στους κινηματογράφους της ευρύτερης συνοικίας (έντεκα αίθουσες…) μοναχά μας· στο τέλος της ταινίας κάποιος ενήλικος ερχόταν για να μας παραλάβει – και τις περισσότερες φορές έφευγε άπρακτος διότι θέλαμε να ξαναδούμε την ταινία τρώγοντας ένα ακόμη σακουλάκι τσιπς. Διασχίζαμε το πάρκο οποιαδήποτε ώρα της ημέρας και μέχρι αργά τη νύχτα: με ποδήλατο, με πατίνι, με ποδήλατο και πατίνι μαζί.
Δεν ετίθετο ζήτημα «κινδύνου». Μας είχαν υποδείξει δύο απλά πράγματα: 1) να μη μιλάμε σε αγνώστους 2) να διασχίζουμε τον δρόμο με το πράσινο. Η ελευθερία μας ήταν φυσική και υπέροχη: παίρναμε το τρόλεϊ χωρίς καμιά συνοδεία· κατεβαίναμε σε οποιαδήποτε στάση του σχολικού λεωφορείου θέλαμε, ανάλογα με το πού έμενε η θεία που είχε το καλύτερο φαγητό το μεσημέρι. Μια φορά, όταν σε ηλικία τριών ή τεσσάρων ετών χάθηκα στο πλήθος της πλατείας Αμερικής, ένας ευγενικός κύριος με επέστρεψε στη μαμά μου αποσπώντας μου τις απαραίτητες πληροφορίες: «Πώς σε λένε», «Πού μένεις». Κανείς δεν φοβόταν παιδεραστές και δολοφόνους, διότι δεν υπήρχαν παιδεραστές και δολοφόνοι. Οι μικροί βοηθούσαν τους ηλικιωμένους να διασχίσουν τον δρόμο: αυτό είχαν μάθει να κάνουν στους Προσκόπους…Θυμάμαι ότι ο οδηγός του σχολικού με γαργαλούσε και έπεφτα κάτω από τα γέλια: δεν θέλω να φανταστώ τι θα συνέβαινε στον καλό αυτό άνθρωπο αν το 2011 γαργαλούσε ένα πεντάχρονο κοριτσάκι και το κοριτσάκι ξεκαρδιζόταν…
Έχει αλλάξει το περιβάλλον, έχουν αλλάξει οι προθέσεις των ανθρώπων, έχουν αλλάξει και οι σκέψεις τους. Κυρίως, έχει αλλάξει η πόλη στην οποία γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε. Βλέπω πάντα, με αμείωτη χαρά, τις παλιές ελληνικές ταινίες: όχι τις «νεορεαλιστικές» με τα πλινθόκτιστα και τις παράγκες που καθρέφτιζαν μια παράλληλη πραγματικότητα, αλλά εκείνες όπου η Αθήνα είναι φωτεινή, παιδιάστικη, γλεντζέδικη. Swinging Athens! Η φτώχεια θέλει καλοπέραση! Ο Κώστας Βουτσάς παίρνει σβάρνα τα νάιτ-κλαμπ, ο Αλέκος Τζαννετάκος οδηγεί Firebird του ’68 σε δρόμους άδειους και δενδρόφυτους, ενώ τα «παράνομα» ζευγάρια συναντιούνται σε ταβερνάκια στην Παραλιακή... Η Αθήνα χορεύει, εκτός από χασάπικο και συρτάκι, ροκ εντ ρολ... Τη θυμάμαι να χορεύει ροκ εντ ρολ μέχρι πρόσφατα: ωραία πόλη δεν υπήρξε ποτέ, είχε όμως καλή διάθεση· ήταν σέξι· διέθετε ήχο· νύχτες κατάφωτες· και κανείς δεν κατουρούσε στην πόρτα σου. Ούτε βέβαια σε απειλούσε με μαχαίρι: το χειρότερο που μπορούσε να συμβεί ήταν η βαλκανικού τύπου σεξουαλική παρενόχληση. Διάφοροι τύποι μάς ακολουθούσαν μουρμουρίζοντας.... (διαβάστε την συνέχεια ΕΔΩ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...