Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

H Χώρα των Γηραιών.

Της Αρετής Περ.
Μια φορά κι ένα καιρό, Κόρη μου, ήντανε μία χώρα στο Χάρτη. Παλιά, πολύ παλιά στην ιστορία της, ευτυχισμένη και ευήμερη. Οι άνθρωποι ήντανε γελαστοί, γεμάτοι περηφάνια, λίγο ιδιαίτεροι,  νιώθανε το κέντρο του κόσμου – και ίσως να’ταν. Πέρασαν δύσκολα, πολέμους, θύελλες, μα απ’ όλα βγήκανε ζωντανοί, μαχητικοί, Λεύτεροι να το πω.

Κάποτε, όμως, έπεσε πάνω τους ένας φοβερός Λοιμός. Ήντανε ύπουλος λοιμός, όχι απ’ αυτούς που με αντιβιωτικά και βαξίνια περνάνε, που τους φτιάνουν στα εργαστήρια και τους χαλάνε μετά..


Ήντανε ιός της ψυχής, της καρδιάς. Τους έπιασε όλους. Τους έφαγε τα μέσα τους, τους γέρασε. Ήντανε και κρυφός, τους έτρωγε χωρίς να το καταλάβουν λίγο λίγο, και δε φαινόντανε από νωρίς, μέχρις που είχε κάνει για τα καλά τη δουλειά του, είχε φάει, είχε χορτάσει νιάτα και ευρωστία, και έτσι παχιός παχιός, βύζαινε ξαπλωμένος μέσα τους την ενέργεια της κάθε μέρας τους. Και έτσι όλοι γινήκανε Γηραιοί.

Γεννιόντανε, μα δεν προλάβαιναν να γίνουνε παιδαρέλια, με κοντά παντελονάκια και σκισίματα στα χέρια από τη μπάλα και τους βώλους – γιατί δεν παίζανε πια. Από το καρότσι, μαθαίνανε να περπατάνε για να κάτσουνε μπροστά στην τηλεόραση, να παίξουνε με εκείνα τα παιχνίδια που το κάθε παιδί έπαιζε μονάχο του, κατά κύριον λόγον, και αν ήντανε να ρθει κάνα άλλο να παίξουνε μαζί, δεν αγγίζονταν, δεν κοιτιόνταν, πάλι την τηλεόραση κοιτάγανε. Και οι γονείς χαίρονταν.

Μετά μεγαλώνανε, πηγαίνανε σχολειό και φτάνανε πριν το Πανεπιστήμιο, κι εκεί λίγο πριν φτάσουνε, ήντανε ήδη Γηραιοί, με σκούρα ρούχα, απαρατήρητοι, με κυρτό σώμα, τόσο κουρασμένοι που βαριόντανε να σηκώσουνε τα παντελόνια τους που είχανε πέσει από τη θέση τους. Και στα λεωφορεία καθόντανε κι εκεί σκυφτοί, και κρατάγανε ένα τηλέφωνο ηλεκτρονικό και στέλνανε κουρασμένα μηνύματα, γιατί ήντανε πολυ γέροι πια για να μιλήσουνε.

Και τελειώνανε το Πανεπιστήμιο, το μεγάλο τούτο πράμα, Κόρη μου, και όσοι πιάνανε δουλειά – αν δεν ήντανε πολύ κουρασμένοι και γέροι για να δουλέψουνε – γκρινιάζανε όλη μέρα και όλη νύκτα γιατί ήντανε πολλές οι ώρες, και πολλές οι απαιτήσεις και λίγα τα λεφτά, για τόση δουλειά και για τόσο κουρασμένους ανθρώπους. Και θέλανε να ανελιχθούν σε πιο ψηλές θέσεις, να κουράζονται λιγότερο.

Και αλλάζανε πολλές δουλειές, μέχρι που φτάνανε εκεί, σαράντα, πενήντα, σε δημιουργική ηλικία κάποτες, μα τώρα ήντανε όρθια κουρέλια, κουρασμένοι μια ζωή, και δε βγάζανε κι αρκετά λεφτά, και γεννάγανε κι εκείνα τα γριά παιδιά, και δεν αντέχανε τόσο γήρας πια μέσα στο είναι τους και παγαίνανε από το σπίτι στη δουλειά και από τη δουλειά στο σπίτι και μια μέρα ξυπνάγανε και ήντανε εβδομήντα.

Και οι Γηραιοί, κοιτάγανε τις ζάρες στα μάτια και τα χείλια τους, και ψάχνανε στο θολωμένο τους μνημονικό, να θυμηθούνε πότε νιώσανε νέοι, να χαμογελάσουνε με τέτοιες ανάμνησες που χαμογελάνε συνήθως οι Γηραιοί. Μα δε βρίσκανε.

Και στο λεωφορείο κανείς δε σηκωνόντανε να κάτσουνε, γιατί, ποιός να σηκωθεί; Ο Γηραιός δεκάχρονος, ο Γηραιός εικοσιπεντάχρονος, ο Γηραιός σαρανταοκτάρης; Όλοι πτώματα, όλοι σκαμμένοι από τα μέσα από τον τρομερό αυτό ιό, που βύζαινε, βύζαινε κι έκαμε κύκλους κάτω από τα μάτια και κυρτούς ώμους και ράθυμο περπάτημα. Και όλοι τσακώνονταν πια, αργά, φωναχτά, γέρικα.

Για να θυμούνται οι νεώτεροι, και να μαθαίνουν οι Γηραιοί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...